- αναστυλώνω
- [-ώ (ο )] μετ. подпирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναστυλώνω — στηρίζω κάτι με στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στύλος] … Dictionary of Greek
αναστυλωτής — ο, θηλ. αναστυλώτρια [αναστυλώνω] αυτός που κάνει αναστύλωση … Dictionary of Greek
αναστύλωση — η [αναστυλώνω] υποστήριξη με στύλους … Dictionary of Greek